Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Πέτα: το ψωμί της χαράς

    Όσοι είναι Αρβανίτες ή εκείνοι που τους έχουν συναναστραφεί σε χαρούμενες κοινωνικές εκδηλώσεις γνωρίζουν την πέτα και την έχουν γευτεί.  Οι υπόλοιποι που έτυχε να βρεθούν σε αρβανίτικο γάμο ή αρραβώνα την έχουν θαυμάσει για τον περίτεχνο στολισμό της.

     Οι γάμοι στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας έχουν λίγο ως πολύ το ίδιο τελετουργικό: το ξύρισμα του γαμπρού από τους φίλους του και η συνοδεία της νύφης στην εκκλησία από τους συγγενείς και τα μουσικά όργανα που παίζουν νυφιάτικους σκοπούς.  
     Αυτό που κάνει τους γάμους να διαφέρουν είναι η ιδαίτερη έμφαση στις παραδόσεις μέσα από τα γλυκίσματα και τα εδέσματα - ακόμη και ο τρόπος μαγειρέματος - για το τραπέζι και το γλέντι του γάμου.

     Στις αρβανίτικες περιοχές την παραμονή του γάμου μαζεύονταν οι γυναίκες στο σπίτι της νύφης και ζύμωναν την πέτα.  Η πέτα δεν ήταν κάτι περισσότερο από το ψωμί που ζύμωναν οι νοικοκυρές για το καθημερινό τραπέζι. Όμως, η πέτα μεταμορφωνόταν σε κάτι το ιδιαίτερο εξαιτίας του στολισμού της.
     Μαζεύονταν, λοιπόν, οι γυναίκες στο σπίτι της νύφης και δημιουργούσαν μια γιορτινή ατμόσφαιρα με τα τραγούδια και το κέφι τους για την χαρά του σπιτιού.
     Αφού είχε ζυμωθεί το ψωμί μέχρι να "γίνει" για να μπει στον φούρνο, άρχιζε το κέντημα για τον στολισμό του.  Συνήθως αυτή την δουλειά την αναλάμβαναν οι κεντήστρες, οι γυναίκες που είχαν ιδιαίτερη ικανότητα στην δημιουργία του στολισμού λόγω της φαντασίας, της επιδεξιότητας και της ευχέρειας που διέθεταν.
     Ο στολισμός δεν ήταν κάτι εύκολο ή κάτι που επαναλαμβανόταν με ένα συγκεκριμένο μοτίβο.  Η έμπνευση για το θέμα του ερχόταν, συνήθως, από το επάγγελμα του γαμπρού.
     Οι γυναίκες, λοιπόν, έπαιρναν πολύ - πολύ μικρά κομματάκια από ζυμάρι και με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα δημιουργούσαν την θεματική απεικόνιση που είχαν φανταστεί.  Αν, για παράδειγμα, το επάγγελμα του γαμπρού ήταν κτηνοτρόφος έφτιαχναν με θαυμαστή ικανότητα στη λεπτομέρεια και σε μέγεθος μινιατούρας τα πρόβατα, τα κατσίκια, τα σκυλιά, το μαντρί ακόμη και τον βοσκό.  Αυτά τα μικροσκοπικά γλυπτά τοποθετούνταν με προσοχή στη ζύμη του ψωμιού και η πέτα έμπαινε στον φούρνο.  Μετά το τέλος του ψησίματος όλες θαύμαζαν την τελειότητα της αυτοσχέδιας γλυπτικής και το ταλέντο της κεντήστρας.
     Την επομένη, την ημέρα του γάμου, η πέτα κατείχε εξέχουσα θέση.  Όταν ξεκινούσε η νύφη από το πατρικό σπίτι με την συνοδεία των μουσικών οργάνων, η πέτα προπορευόταν στην διαδρομή προς την εκκλησία.  Την κρατούσε με το ένα χέρι κάπως ψηλά, ένας εύρωστος νέος και όμορφος άντρας, κάνοντας μαζί και ελαφρά χορευτικές φιγούρες μέχρι να φτάσει στην εκκλησία και να την τοποθετήσει δίπλα στην κανάτα με το κρασί, που θα κοινωνούσε ο παππάς το ζευγάρι.
     Το έθιμο της πέτας είναι από εκείνα που τηρούνται και σήμερα ακόμη κι αν είναι μόνο ο ένας από το ζευγάρι αρβανίτικης καταγωγής.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Μπέσα: η αρβανίτικη υπογραφή

     Η μπέσα είναι λέξη αρβανίτικης προέλευσης.  Όμως, στο πέρασμα των χρόνων αυτή την λέξη την οικειοποιήθηκαν όλοι οι Έλληνες, που αισθάνονταν την υποχρέωση να κρατήσουν την υπόσχεση που έδωσαν σε κάποιον δια λόγου.
     Η μπέσα είναι η συμφωνία που γίνεται ανάμεσα σε δύο άτομα και επισφραγίζεται με την χειραψία.  Δεν χρειάζονται μάρτυρες, δεν χρειάζονται υπογραφές. Όταν δοθεί πρέπει οπωσδήποτε να τηρηθεί.
     Η μπέσα δεν είναι συμφεροντολογικού χαρακτήρα.  Αφορά, κυρίως, θέματα τιμής.
Οι παλιοί Αρβανίτες είχαν σαν αρχή να μην την δίνουν πάνω από τρεις ή τέσσερεις φορές στη ζωή τους.
    Παράγωγο της μπέσας είναι η λέξη μπεσαλής.  Γνωστή σε όλους μας η σημασία της.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Το παραμύθι της γιαγιάς μου

     Η γιαγιά μου η Μαμίτσα ήταν ή μάνα της μάνας μου.  Η μοναδική γιαγιά που γνώρισα και γι΄αυτό η αγάπη μου για εκείνη ήταν και παραμένει απεριόριστη.
     Ζούσε μαζί μας στο σπίτι μας, και την θυμάμαι να φοράει πάντα μαύρα ρούχα και μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι.
     Καθώς η μάνα μας και ο πατέρας μας ήταν μόνιμα απασχολημένοι και στο τέλος της μέρας αποκαμωμένοι από την κούραση, η γιαγιά ήταν πάντα εκεί για να γεμίσει το κενό των γονιών μας και ν΄ασχοληθεί μαζί μας.  Ένα τραγούδι, ένα νανούρισμα, ένα παραμύθι μα το κυριότερο μια αγκαλιά.
     Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη.  Η έλλειψη εκπαίδευσης, όμως, δεν της στέρησε την ικανότητα να σκέφτεται και να παρατηρεί τη ζωή.
     Το παραμύθι που θα σας διηγηθώ το δημιούργησε η δική της φαντασία.  Μου το διηγόταν όταν, μικρός καθώς ήμουν, της ζητούσα να μου φτιάξει το αγαπημένο μου έδεσμα (!), δηλαδή μια φέτα ψωμί με ζάχαρη ψημένη στο τζάκι.
     Ήταν τόσο έντονη η εντύπωση που μου προκαλούσε αυτό το παραμύθι που το θυμάμαι αναλλοίωτο μέχρι σήμερα.

     Τον παλιό καιρό μαναράκια μου, ήλθε ο θεός στη γη, και κάλεσε όλα τα πράματα, ζώα και φυτά να πάνε στην πλατεία του χωριού και να πούνε αν έχουν παράπονα από τον άνθρωπο.
     Πήγε και ο θεός εκεί, και παράλληλα μαζευτήκανε όλα.  Τα ρώτησε, λοιπόν ο θεός αν έχουν παράπονο από τον άνθρωπο.
     Πετάχτηκε το κουκί (μπάθα) και του είπε:  "Να εμένα με παίρνουν και με βράζουν μέχρι να λιώσω και μετά με τρώνε!"
     Καλά σου κάνουν είπε ο θεός.
     Μετά σηκώθηκε το ρεβίθι (κίκιρα) και του είπε:  "Να και μένα με ρίχνουν στο νερό και μουλιάζω όλη νύχτα και γίνομαι "λιούτς", μετά με βράζουν και μένα και με τρώνε!"
     Καλά σου κάνουν κι εσένα του είπε ο θεός.
     Μετά σηκώθηκε και το σταφύλι (ρούσι) και είπε:  "Και μένα με κόβουν, και μετά με πατάνε με τα πόδια τους, μέχρι που λιώνω τελείως, μετά με κάνουν κρασί, με πίνουν και μεθάνε".
     Καλά σου κάνουν και σένα, έτσι πρέπει γιατί με το κρασί ξεκουράζονται οι άνθρωποι και ξεχνάνε.  Γι΄αυτό εσύ δεν πρέπει να έχεις παράπονο, διότι σε βάζουν στο βαρέλι και κοιμάσαι στη ζεστασιά!  Γι αυτό δεν έχεις δίκιο.
     Εκεί, όμως, είχαν πάει και όλα τα ζωντανά, πήγαν το άλογο (κάλι), η φοράδα (πέλια), η αγελάδα (λιόπα) η προβατίνα (ντέλεα), η γίδα (δία), η κότα (πούλια), και όλα τα άγρια πουλιά.  Συνεννοήθηκαν, λοιπόν, και έβαλαν εκπρόσωπο την αγελάδα σαν αγαθιάρα που είναι να μιλήσει για όλους.
     Εμάς, μας καβαλάνε, μας ζεύουν, και μας βάζουν να οργώσουμε τα χωράφια, και κουραζόμαστε πολύ.
     Καλά σας κάνουνε και σας, της είπε ο θεός.
     Ναι, αλλά μετά με αρμέγουν, μου παίρνουν το γάλα και το δίνουν στα παιδιά τους.
     Καλά να πάθεις της είπε ο θεός.
     Κουτή - ξεκουτή, η αγελάδα συνέχισε.  Ναι, αλλά μετά με σφάζουν και με τρώνε, μόνο την φοράδα και το άλογο δεν τρώνε.
     Α!  Για άκου να σου πω (της είπε ο θεός) το άλογο και η φοράδα δεν τρώγονται γιατί είναι αγιασμένα από μένα.
     Τι να κάνει η καημένη η αγελαδίτσα, σηκώθηκε και πήγε πίσω από την πλατεία.
     Εκεί σε μια γωνίτσα, όμως, καθότανε και το σταράκι, και δεν μιλούσε κατακαθόλου.  Το πρόσεξε αυτό ο θεός και το ρώτησε.
     Εσύ σταράκι, γιατί δεν μιλάς καθόλου; Είσαι ευχαριστημένο;
     Όχι, θεούλη μου, εγώ έχω μεγάλο παράπονο από τους ανθρώπους.
     Δηλαδή; Το ρώτησε ο θεός.
     Να, εκεί που κάθομαι τι ζεστά και τι καλά στο αμπάρι μου, έρχονται και με παίρνουν, και με πετάνε έξω στο χώμα, στο κρύο και μετά με θάβουνε.
     Καλά σου κάνουν, του είπε ο θεός.
     Μετά φυτρώνω και γίνομαι καταπράσινο και ομορφαίνω πολύ, μετά τα μαλλιά μου γίνονται ολόχρυσα, και εκεί που καμαρώνω με τη ομορφιά μου, ξέρεις τι μου κάνουν;
     Τι; ρώτησε ο θεός.
     Να, έρχονται οι άνθρωποι με κάτι κοφτερά ντραπάνια και με κόβουνε.
     Καλά σε κάνουνε του είπε ο θεός.
     Ναι, αλλά μετά ξέρεις τι μου κάνουν; είπε του θεού με κλάματα.  Με πετάνε σε κάτι μεγάλες πέτρες και με κάνουν σκόνη, αλεύρι.
     Καλά σε κάνουν του είπε ο θεός.
     Ναι, αλλά το τελευταίο δεν το αντέχω θεούλη μου.  Με ρίχνουν στον καυτό φούρνο και με ψένουνε.
     Καλά σου κάνουν του είπε ο θεός.
     Ναι, αλλά είναι και μερικοί κακοί που δεν φτάνει που με ψένουν μια φορά, αλλά με ξαναψένουνε!
     Ο θεός προβληματίστηκε, έπιασε τα γένια του και δεν μίλησε κατακαθόλου, αφού σκέφτηκε για λίγο, έξυσε το κεφάλι του και του είπε.
      Αααααα!  Εδώ έχεις δίκιο!  Γι αυτό όσοι σε ξαναψένουνε, ψωμί να μην χορταίνουνε!