Η γιαγιά μου η Μαμίτσα ήταν ή μάνα της μάνας μου. Η μοναδική γιαγιά που γνώρισα και γι΄αυτό η αγάπη μου για εκείνη ήταν και παραμένει απεριόριστη.
Ζούσε μαζί μας στο σπίτι μας, και την θυμάμαι να φοράει πάντα μαύρα ρούχα και μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι.
Καθώς η μάνα μας και ο πατέρας μας ήταν μόνιμα απασχολημένοι και στο τέλος της μέρας αποκαμωμένοι από την κούραση, η γιαγιά ήταν πάντα εκεί για να γεμίσει το κενό των γονιών μας και ν΄ασχοληθεί μαζί μας. Ένα τραγούδι, ένα νανούρισμα, ένα παραμύθι μα το κυριότερο μια αγκαλιά.
Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη. Η έλλειψη εκπαίδευσης, όμως, δεν της στέρησε την ικανότητα να σκέφτεται και να παρατηρεί τη ζωή.
Το παραμύθι που θα σας διηγηθώ το δημιούργησε η δική της φαντασία. Μου το διηγόταν όταν, μικρός καθώς ήμουν, της ζητούσα να μου φτιάξει το αγαπημένο μου έδεσμα (!), δηλαδή μια φέτα ψωμί με ζάχαρη ψημένη στο τζάκι.
Ήταν τόσο έντονη η εντύπωση που μου προκαλούσε αυτό το παραμύθι που το θυμάμαι αναλλοίωτο μέχρι σήμερα.
Τον παλιό καιρό μαναράκια μου, ήλθε ο θεός στη γη, και κάλεσε όλα τα πράματα, ζώα και φυτά να πάνε στην πλατεία του χωριού και να πούνε αν έχουν παράπονα από τον άνθρωπο.
Πήγε και ο θεός εκεί, και παράλληλα μαζευτήκανε όλα. Τα ρώτησε, λοιπόν ο θεός αν έχουν παράπονο από τον άνθρωπο.
Πετάχτηκε το κουκί (μπάθα) και του είπε: "Να εμένα με παίρνουν και με βράζουν μέχρι να λιώσω και μετά με τρώνε!"
Καλά σου κάνουν είπε ο θεός.
Μετά σηκώθηκε το ρεβίθι (κίκιρα) και του είπε: "Να και μένα με ρίχνουν στο νερό και μουλιάζω όλη νύχτα και γίνομαι "λιούτς", μετά με βράζουν και μένα και με τρώνε!"
Καλά σου κάνουν κι εσένα του είπε ο θεός.
Μετά σηκώθηκε και το σταφύλι (ρούσι) και είπε: "Και μένα με κόβουν, και μετά με πατάνε με τα πόδια τους, μέχρι που λιώνω τελείως, μετά με κάνουν κρασί, με πίνουν και μεθάνε".
Καλά σου κάνουν και σένα, έτσι πρέπει γιατί με το κρασί ξεκουράζονται οι άνθρωποι και ξεχνάνε. Γι΄αυτό εσύ δεν πρέπει να έχεις παράπονο, διότι σε βάζουν στο βαρέλι και κοιμάσαι στη ζεστασιά! Γι αυτό δεν έχεις δίκιο.
Εκεί, όμως, είχαν πάει και όλα τα ζωντανά, πήγαν το άλογο (κάλι), η φοράδα (πέλια), η αγελάδα (λιόπα) η προβατίνα (ντέλεα), η γίδα (δία), η κότα (πούλια), και όλα τα άγρια πουλιά. Συνεννοήθηκαν, λοιπόν, και έβαλαν εκπρόσωπο την αγελάδα σαν αγαθιάρα που είναι να μιλήσει για όλους.
Εμάς, μας καβαλάνε, μας ζεύουν, και μας βάζουν να οργώσουμε τα χωράφια, και κουραζόμαστε πολύ.
Καλά σας κάνουνε και σας, της είπε ο θεός.
Ναι, αλλά μετά με αρμέγουν, μου παίρνουν το γάλα και το δίνουν στα παιδιά τους.
Καλά να πάθεις της είπε ο θεός.
Κουτή - ξεκουτή, η αγελάδα συνέχισε. Ναι, αλλά μετά με σφάζουν και με τρώνε, μόνο την φοράδα και το άλογο δεν τρώνε.
Α! Για άκου να σου πω (της είπε ο θεός) το άλογο και η φοράδα δεν τρώγονται γιατί είναι αγιασμένα από μένα.
Τι να κάνει η καημένη η αγελαδίτσα, σηκώθηκε και πήγε πίσω από την πλατεία.
Εκεί σε μια γωνίτσα, όμως, καθότανε και το σταράκι, και δεν μιλούσε κατακαθόλου. Το πρόσεξε αυτό ο θεός και το ρώτησε.
Εσύ σταράκι, γιατί δεν μιλάς καθόλου; Είσαι ευχαριστημένο;
Όχι, θεούλη μου, εγώ έχω μεγάλο παράπονο από τους ανθρώπους.
Δηλαδή; Το ρώτησε ο θεός.
Να, εκεί που κάθομαι τι ζεστά και τι καλά στο αμπάρι μου, έρχονται και με παίρνουν, και με πετάνε έξω στο χώμα, στο κρύο και μετά με θάβουνε.
Καλά σου κάνουν, του είπε ο θεός.
Μετά φυτρώνω και γίνομαι καταπράσινο και ομορφαίνω πολύ, μετά τα μαλλιά μου γίνονται ολόχρυσα, και εκεί που καμαρώνω με τη ομορφιά μου, ξέρεις τι μου κάνουν;
Τι; ρώτησε ο θεός.
Να, έρχονται οι άνθρωποι με κάτι κοφτερά ντραπάνια και με κόβουνε.
Καλά σε κάνουνε του είπε ο θεός.
Ναι, αλλά μετά ξέρεις τι μου κάνουν; είπε του θεού με κλάματα. Με πετάνε σε κάτι μεγάλες πέτρες και με κάνουν σκόνη, αλεύρι.
Καλά σε κάνουν του είπε ο θεός.
Ναι, αλλά το τελευταίο δεν το αντέχω θεούλη μου. Με ρίχνουν στον καυτό φούρνο και με ψένουνε.
Καλά σου κάνουν του είπε ο θεός.
Ναι, αλλά είναι και μερικοί κακοί που δεν φτάνει που με ψένουν μια φορά, αλλά με ξαναψένουνε!
Ο θεός προβληματίστηκε, έπιασε τα γένια του και δεν μίλησε κατακαθόλου, αφού σκέφτηκε για λίγο, έξυσε το κεφάλι του και του είπε.
Αααααα! Εδώ έχεις δίκιο! Γι αυτό όσοι σε ξαναψένουνε, ψωμί να μην χορταίνουνε!