Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

  
     Κάλαντα οι Αρβανίτες έλεγαν μόνο την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες όταν ντύνονταν μασκαράδες και γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού σε ομάδες. 
     Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς όντως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς έχουν μια περίεργη μουσική φόρμα που δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα τραγούδια τους. 
Τα τραγουδούσαν ομαδικά και στα σπίτια, αλλά το θαυμάσιο ήταν οτι τα τραγουδούσαν στα σπίτια τους οικογενειακώς πριν το δείπνο το βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς.
     Κάθε χρόνο θυμάμαι στο σπίτι μου να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Αφού έστρωνε η μητέρα το γιορτινό τραπέζι  μαζευόμασταν όλοι γύρω του και άρχιζαν τα κάλαντα. Όσο ήμουν μικρός δεν μου επέτρεπαν να σιγοντάρω, αλλά μόνο να ακούω να τα μάθω καλά μέχρι να "δέσει" η φωνή μου. 
Άρχιζε ο πατέρας και στην συνέχεια "έμπαινε" η αδελφή μου, μετά τα δυο αγόρια και στο τέλος η μητέρα ανεβάζοντας μια οκτάβα επάνω την κλίμακα και ταυτόχρονα απογείωνε την λυρικότητα, μιας και ήταν πρίμα και καλλίφωνη.
Ο ήχος ήταν πεντατονικός. Τα κάλαντα άρχιζαν σε  αρβανίτικα, σε κάποιο σημείο συνεχίζονταν στην ίδια ακριβώς μουσική φόρμα σε ελληνικά, άλλαζαν πάλι στα αρβανίτικα και τελείωναν με τον χαιρετισμό: "Και εις έτη πολλά". 


ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ.

Μισέρ τ' βινι βίτι ι ρι, μισέρ τ' να π'λκιέν(ι) 
σι νεστρ θόιν οι παλαιοί, τσ'λι (ο τονος στο "τσ") ντο πρωτοβίν(ι) 
ν' ντερ' ν' αυλόπορτ', ντι τάλιρα τι γίπνι.

Tου θόμι π΄ρ' τ' γκίγκενι, θαμ'τ' ι σιρ βασσίλιτ 
ισς νι νιερί με αρετί, ισς σιούμ΄γλυκομίλιτ. 

Νι ντρου τ' θατ' κέι μπαστούν, ε κέι π΄ρ' τ' κουμπίσε'ι'. 
Έδε νε αγιό ε θάτα ντρου, τ' ε νιόμεα ανθίσι.

Έδε νε μαλι νε α'ι' βλαστάρ, ντι ζογκ ε κελαιδίσιν. 
Τσι ι κέιν σσίτ' σι διαμάντ, διαμάντ σι φλιουκουράτ'.

Mπλίδουνι βλέζ΄ρ', μπλίδουνι, ν' κλήσ'ζ' τ' βέμι
γκα κλήσια τ' μος λίψενι, καλή φυχη τ' κκένι. 

Γκα κλήσια τούκε άρδουρ', εφτίς τραπέζζιν στρόννι
αντ ιστ εδε νοννί φτωχό, εδέ ατία φόλνι. 

Αντ ιστ εδε νον ισλέπουρρ', ε νούκου μούντ τ' βίνι(ε). 
κιάλλινι γιού φαί ατιέ, πα εδέ το ίδιο ιστ. 

Aφέντη μου πρωτο-γιωργό, και πρώτο ζευγολάτη. 
Δευτέρα μέρα κίνησες να πάσ' να πρωτοσπείρεις.

Η στράτα ρόδα εγέμισε και χρύσαφενιο σπόρο,
Βούργαροι το θερίζανε, Τούρκοι το κουβαλούσαν. 

Γριβάλογα τ' αλώνιζαν σε μάρμαρεν΄ αλώνι, 
είχαν τα πέταλα χρυσά, και τα καρφιά ΄σημένια.

Πολλά ΄παμε τ αφέντη μας, ας πούμ΄ και στην κυρά μας. 
Kυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά γα'ι'τανοφρύδα. 

Που βγαίνεις και στολίζεσαι στην έκλησια πηγαίνεις, 
μαλαματένια φορεσιά, του κόρακα τα φρύδια..

Oυ θαμ' καλημέρ'ν' με γκολι(ε) εδέ με λιρρ, 
εδέ γκα μότ, εδέ γκα μοτ, τ' γιέμι τούτι μιρρ.. 

Kαι εις έτη πολλά!!!

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Πέτα: το ψωμί της χαράς

    Όσοι είναι Αρβανίτες ή εκείνοι που τους έχουν συναναστραφεί σε χαρούμενες κοινωνικές εκδηλώσεις γνωρίζουν την πέτα και την έχουν γευτεί.  Οι υπόλοιποι που έτυχε να βρεθούν σε αρβανίτικο γάμο ή αρραβώνα την έχουν θαυμάσει για τον περίτεχνο στολισμό της.

     Οι γάμοι στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας έχουν λίγο ως πολύ το ίδιο τελετουργικό: το ξύρισμα του γαμπρού από τους φίλους του και η συνοδεία της νύφης στην εκκλησία από τους συγγενείς και τα μουσικά όργανα που παίζουν νυφιάτικους σκοπούς.  
     Αυτό που κάνει τους γάμους να διαφέρουν είναι η ιδαίτερη έμφαση στις παραδόσεις μέσα από τα γλυκίσματα και τα εδέσματα - ακόμη και ο τρόπος μαγειρέματος - για το τραπέζι και το γλέντι του γάμου.

     Στις αρβανίτικες περιοχές την παραμονή του γάμου μαζεύονταν οι γυναίκες στο σπίτι της νύφης και ζύμωναν την πέτα.  Η πέτα δεν ήταν κάτι περισσότερο από το ψωμί που ζύμωναν οι νοικοκυρές για το καθημερινό τραπέζι. Όμως, η πέτα μεταμορφωνόταν σε κάτι το ιδιαίτερο εξαιτίας του στολισμού της.
     Μαζεύονταν, λοιπόν, οι γυναίκες στο σπίτι της νύφης και δημιουργούσαν μια γιορτινή ατμόσφαιρα με τα τραγούδια και το κέφι τους για την χαρά του σπιτιού.
     Αφού είχε ζυμωθεί το ψωμί μέχρι να "γίνει" για να μπει στον φούρνο, άρχιζε το κέντημα για τον στολισμό του.  Συνήθως αυτή την δουλειά την αναλάμβαναν οι κεντήστρες, οι γυναίκες που είχαν ιδιαίτερη ικανότητα στην δημιουργία του στολισμού λόγω της φαντασίας, της επιδεξιότητας και της ευχέρειας που διέθεταν.
     Ο στολισμός δεν ήταν κάτι εύκολο ή κάτι που επαναλαμβανόταν με ένα συγκεκριμένο μοτίβο.  Η έμπνευση για το θέμα του ερχόταν, συνήθως, από το επάγγελμα του γαμπρού.
     Οι γυναίκες, λοιπόν, έπαιρναν πολύ - πολύ μικρά κομματάκια από ζυμάρι και με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα δημιουργούσαν την θεματική απεικόνιση που είχαν φανταστεί.  Αν, για παράδειγμα, το επάγγελμα του γαμπρού ήταν κτηνοτρόφος έφτιαχναν με θαυμαστή ικανότητα στη λεπτομέρεια και σε μέγεθος μινιατούρας τα πρόβατα, τα κατσίκια, τα σκυλιά, το μαντρί ακόμη και τον βοσκό.  Αυτά τα μικροσκοπικά γλυπτά τοποθετούνταν με προσοχή στη ζύμη του ψωμιού και η πέτα έμπαινε στον φούρνο.  Μετά το τέλος του ψησίματος όλες θαύμαζαν την τελειότητα της αυτοσχέδιας γλυπτικής και το ταλέντο της κεντήστρας.
     Την επομένη, την ημέρα του γάμου, η πέτα κατείχε εξέχουσα θέση.  Όταν ξεκινούσε η νύφη από το πατρικό σπίτι με την συνοδεία των μουσικών οργάνων, η πέτα προπορευόταν στην διαδρομή προς την εκκλησία.  Την κρατούσε με το ένα χέρι κάπως ψηλά, ένας εύρωστος νέος και όμορφος άντρας, κάνοντας μαζί και ελαφρά χορευτικές φιγούρες μέχρι να φτάσει στην εκκλησία και να την τοποθετήσει δίπλα στην κανάτα με το κρασί, που θα κοινωνούσε ο παππάς το ζευγάρι.
     Το έθιμο της πέτας είναι από εκείνα που τηρούνται και σήμερα ακόμη κι αν είναι μόνο ο ένας από το ζευγάρι αρβανίτικης καταγωγής.