.............Το παλιό χειροποίητο ταβάνι της σκεπής του σπιτιού άρχισε να ‘διαμαρτύρεται’ με ένα χαρακτηριστικό ‘κρακ’, πράγμα που σημαίνει πως το χιόνι άρχισε να συσσωρεύεται στα παλιά - μαυρισμένα από τις κακουχίες και τις απότομες μεταβολές του καιρού - βυζαντινά αλάσπωτα κεραμίδια.
Τώρα, με την απόλυτη σιγή στο σκοτεινό δωμάτιο ο παραμικρός ήχος μεταδίδεται ενισχυμένος. Είναι και αυτό ένα από τα παράξενα που συμβαίνουν κατά την νυχτερινή χιονόπτωση. Έτσι, που αυτά τα απότομα ‘κρακ’ ακούγονται τόσο διαπεραστικά που νομίζεις πως το απελέκητο ξύλο έχει κυριευτεί από φόβο, προσπαθώντας να σφίξει τις ρωγμές του. Σαν τον δυνατό αχθοφόρο που κοιτάζει με μανία το ασήκωτο βάρος τρίζοντας τα δόντια του, θέλοντας έτσι να τονώσει την αδυναμία του. Τώρα μαζί με τον ρυθμικό ήχο του παλιού γερμανικού ρολογιού, ακούγονται και τα άρρυθμα και τυχαία ‘κρακ’ των ελατίσιων ζευκτών.
Οι ανάσες όλων μέσα στο σπίτι είναι απαλές και ήρεμες. Άσχετα με το τι συμβαίνει έξω, όλα λειτουργούν κάτω από την απόλυτη ηρεμία που προκαλεί η βαριά χιονόπτωση.
Όταν ο χιονιάς είναι βαρύς, κατά την χιονόπτωση δεν φυσάει καθόλου και επικρατεί άπνοια. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το χιόνι σε αυτές της περιοχές συσσωρεύεται ταχύτατα, και σε μικρό χρονικό διάστημα.
Σε μια νύχτα δηλαδή, μπορεί να καταπλακώσει τα φτωχά χαμόσπιτα των χωρικών, εκτός τεσσάρων ή το πολύ πέντε δίπατων νοικοκυρόσπιτων.
Όταν το χιόνι πέφτει με ηρεμία και χωρίς αέρα –σαν και τούτη τη βραδιά ας πούμε- τότε οι πιθανότητες το πρωί το χωριό να είναι ‘θαμμένο’ κάτω από το λευκό πάπλωμα του τρόμου είναι παρά πολλές,. Έτσι, θα κοπεί και η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων, που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται πνεύμα ομαδικό, και αυτό το ξέρουν πολύ καλά αυτοί οι σκληροτράχηλοι και ακάματοι άνθρωποι, οι Αρβανίτες. Αυτοί όποια δυσκολία κι αν τους βρει θα την αντιμετωπίσουν όλοι μαζί, και ποτέ καθένας ξεχωριστά.
Του Θαλή η οικογένεια,- για παράδειγμα – όταν το χιόνι σκέπαζε τα πάντα έμπαιναν όλοι στην σειρά πίσω από τον πατέρα που προπορευόταν, και φτυάριζαν με στόχο ‘νοητό’ και κατεύθυνση το σπίτι του γείτονα μπάρμπα - Σίλαγου ( Αγησίλαου). Ο οποίος είχε κόρες αλλά, ήταν πολύ σκληρός και φτυάριζε ολομόναχος το χιόνι. Έτσι, λοιπόν με φωνές, για να δίνουν το στίγμα τους κατά την διάρκεια του φτυαρίσματος, φρόντιζαν να συναντηθούν και με αυτόν τον τρόπο αποκτούσαν πάντα επικοινωνία μεταξύ τους. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και τα άλλα σπίτια του χωριού.
Και όπως καταλαβαίνετε, όλο το χωριό ‘χαραζόταν’ σε στενά μονοπάτια από πόρτα σε πόρτα. Στην συνέχεια ενώνονταν μεταξύ τους σε ένα κεντρικό μονοπάτι που οδηγούσε πού αλλού; …στα καφενεία του χωριού, στην πλατεία. Ο μόνος άνθρωπος σε όλο το χωριό που δεν ξεχιόνιζε, μα που δεν είχε ούτε φτυάρι, ήταν ο παπα-γιατρός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου