Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Το λευκό πέπλο του τρόμου



.............Το παλιό χειροποίητο ταβάνι της σκεπής του σπιτιού άρχισε να ‘διαμαρτύρεται’ με ένα χαρακτηριστικό ‘κρακ’, πράγμα που σημαίνει πως το χιόνι άρχισε να συσσωρεύεται στα παλιά - μαυρισμένα από τις κακουχίες και τις απότομες μεταβολές του καιρού - βυζαντινά αλάσπωτα κεραμίδια. 
     Τώρα, με την απόλυτη σιγή στο σκοτεινό δωμάτιο ο παραμικρός ήχος μεταδίδεται ενισχυμένος. Είναι και αυτό ένα από τα παράξενα που συμβαίνουν κατά την νυχτερινή χιονόπτωση. Έτσι, που αυτά τα απότομα ‘κρακ’ ακούγονται τόσο διαπεραστικά που νομίζεις πως το απελέκητο ξύλο έχει κυριευτεί από φόβο, προσπαθώντας να σφίξει τις ρωγμές του. Σαν τον δυνατό αχθοφόρο που κοιτάζει με μανία το ασήκωτο βάρος τρίζοντας τα δόντια του, θέλοντας έτσι να τονώσει την αδυναμία του. Τώρα μαζί με τον ρυθμικό ήχο του παλιού γερμανικού ρολογιού, ακούγονται και τα άρρυθμα και τυχαία ‘κρακ’ των ελατίσιων ζευκτών.
      Οι ανάσες όλων μέσα στο σπίτι είναι απαλές και ήρεμες. Άσχετα με το τι συμβαίνει έξω, όλα λειτουργούν κάτω από την απόλυτη ηρεμία που προκαλεί η βαριά χιονόπτωση. 
      Όταν ο χιονιάς είναι βαρύς, κατά την χιονόπτωση δεν φυσάει καθόλου και επικρατεί άπνοια. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το χιόνι σε αυτές της περιοχές συσσωρεύεται ταχύτατα, και σε μικρό χρονικό διάστημα. 
Σε μια νύχτα δηλαδή, μπορεί να καταπλακώσει τα φτωχά χαμόσπιτα των χωρικών, εκτός τεσσάρων ή το πολύ πέντε δίπατων νοικοκυρόσπιτων. 
     Όταν το χιόνι πέφτει με ηρεμία και χωρίς αέρα –σαν και τούτη τη βραδιά ας πούμε- τότε οι πιθανότητες το πρωί το χωριό να είναι ‘θαμμένο’ κάτω από το λευκό πάπλωμα του τρόμου είναι παρά πολλές,. Έτσι, θα κοπεί και η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων, που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται πνεύμα ομαδικό, και αυτό το ξέρουν πολύ καλά αυτοί οι σκληροτράχηλοι και ακάματοι άνθρωποι, οι Αρβανίτες. Αυτοί όποια δυσκολία κι αν τους βρει θα την αντιμετωπίσουν όλοι μαζί, και ποτέ καθένας ξεχωριστά.
Του Θαλή η οικογένεια,- για παράδειγμα – όταν το χιόνι σκέπαζε τα πάντα έμπαιναν όλοι στην σειρά πίσω από τον πατέρα που προπορευόταν, και φτυάριζαν με στόχο ‘νοητό’ και κατεύθυνση το σπίτι του γείτονα μπάρμπα - Σίλαγου ( Αγησίλαου).  Ο οποίος είχε κόρες αλλά, ήταν πολύ σκληρός και φτυάριζε ολομόναχος το χιόνι. Έτσι, λοιπόν με φωνές, για  να δίνουν το στίγμα τους κατά την διάρκεια του φτυαρίσματος, φρόντιζαν να συναντηθούν και με αυτόν τον τρόπο αποκτούσαν πάντα επικοινωνία μεταξύ τους. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και τα άλλα σπίτια του χωριού. 
      Και όπως καταλαβαίνετε, όλο το χωριό ‘χαραζόταν’ σε στενά μονοπάτια από πόρτα σε πόρτα. Στην συνέχεια ενώνονταν μεταξύ τους σε ένα κεντρικό μονοπάτι που οδηγούσε πού αλλού; …στα καφενεία του χωριού, στην πλατεία. Ο μόνος άνθρωπος σε όλο το χωριό που δεν ξεχιόνιζε, μα που δεν είχε ούτε φτυάρι, ήταν ο παπα-γιατρός!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

  
     Κάλαντα οι Αρβανίτες έλεγαν μόνο την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες όταν ντύνονταν μασκαράδες και γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού σε ομάδες. 
     Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς όντως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς έχουν μια περίεργη μουσική φόρμα που δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα τραγούδια τους. 
Τα τραγουδούσαν ομαδικά και στα σπίτια, αλλά το θαυμάσιο ήταν οτι τα τραγουδούσαν στα σπίτια τους οικογενειακώς πριν το δείπνο το βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς.
     Κάθε χρόνο θυμάμαι στο σπίτι μου να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Αφού έστρωνε η μητέρα το γιορτινό τραπέζι  μαζευόμασταν όλοι γύρω του και άρχιζαν τα κάλαντα. Όσο ήμουν μικρός δεν μου επέτρεπαν να σιγοντάρω, αλλά μόνο να ακούω να τα μάθω καλά μέχρι να "δέσει" η φωνή μου. 
Άρχιζε ο πατέρας και στην συνέχεια "έμπαινε" η αδελφή μου, μετά τα δυο αγόρια και στο τέλος η μητέρα ανεβάζοντας μια οκτάβα επάνω την κλίμακα και ταυτόχρονα απογείωνε την λυρικότητα, μιας και ήταν πρίμα και καλλίφωνη.
Ο ήχος ήταν πεντατονικός. Τα κάλαντα άρχιζαν σε  αρβανίτικα, σε κάποιο σημείο συνεχίζονταν στην ίδια ακριβώς μουσική φόρμα σε ελληνικά, άλλαζαν πάλι στα αρβανίτικα και τελείωναν με τον χαιρετισμό: "Και εις έτη πολλά". 


ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ.

Μισέρ τ' βινι βίτι ι ρι, μισέρ τ' να π'λκιέν(ι) 
σι νεστρ θόιν οι παλαιοί, τσ'λι (ο τονος στο "τσ") ντο πρωτοβίν(ι) 
ν' ντερ' ν' αυλόπορτ', ντι τάλιρα τι γίπνι.

Tου θόμι π΄ρ' τ' γκίγκενι, θαμ'τ' ι σιρ βασσίλιτ 
ισς νι νιερί με αρετί, ισς σιούμ΄γλυκομίλιτ. 

Νι ντρου τ' θατ' κέι μπαστούν, ε κέι π΄ρ' τ' κουμπίσε'ι'. 
Έδε νε αγιό ε θάτα ντρου, τ' ε νιόμεα ανθίσι.

Έδε νε μαλι νε α'ι' βλαστάρ, ντι ζογκ ε κελαιδίσιν. 
Τσι ι κέιν σσίτ' σι διαμάντ, διαμάντ σι φλιουκουράτ'.

Mπλίδουνι βλέζ΄ρ', μπλίδουνι, ν' κλήσ'ζ' τ' βέμι
γκα κλήσια τ' μος λίψενι, καλή φυχη τ' κκένι. 

Γκα κλήσια τούκε άρδουρ', εφτίς τραπέζζιν στρόννι
αντ ιστ εδε νοννί φτωχό, εδέ ατία φόλνι. 

Αντ ιστ εδε νον ισλέπουρρ', ε νούκου μούντ τ' βίνι(ε). 
κιάλλινι γιού φαί ατιέ, πα εδέ το ίδιο ιστ. 

Aφέντη μου πρωτο-γιωργό, και πρώτο ζευγολάτη. 
Δευτέρα μέρα κίνησες να πάσ' να πρωτοσπείρεις.

Η στράτα ρόδα εγέμισε και χρύσαφενιο σπόρο,
Βούργαροι το θερίζανε, Τούρκοι το κουβαλούσαν. 

Γριβάλογα τ' αλώνιζαν σε μάρμαρεν΄ αλώνι, 
είχαν τα πέταλα χρυσά, και τα καρφιά ΄σημένια.

Πολλά ΄παμε τ αφέντη μας, ας πούμ΄ και στην κυρά μας. 
Kυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά γα'ι'τανοφρύδα. 

Που βγαίνεις και στολίζεσαι στην έκλησια πηγαίνεις, 
μαλαματένια φορεσιά, του κόρακα τα φρύδια..

Oυ θαμ' καλημέρ'ν' με γκολι(ε) εδέ με λιρρ, 
εδέ γκα μότ, εδέ γκα μοτ, τ' γιέμι τούτι μιρρ.. 

Kαι εις έτη πολλά!!!